Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014

"Πρωινός περίπατος..."

Ο άνδρας έκλεισε τα μάτια, ένιωσε την πρωινή υγρασία να τον τρυπά σε όλο το πρόσωπο. Ακόμα ήταν νύχτα, το φως θα αχνοφαινόταν σε λίγα λεπτά. Κάλυψε το σταχτί του δέρμα με το κασκόλ του, τυλίχτηκε καλύτερα στο πανωφόρι του.Τέλεια! Κρυβόταν από όλους και από όλα, ζωντανός νεκρός μέσα στην βουβή οχλοβοή που τον περιέβαλε. Κανένα από τα χλωμά πρόσωπα που τον ξεπερνούσαν δεν του είχε ρίξει ένα βλέμμα, όλα έτρεχαν στις δουλειές τους σαν προγραμματισμένες μηχανές. Έβγαλε μια πνοή εφησυχασμού και συνέχισε, ώσπου είδε ένα μικρό παιδάκι με την μητέρα του, πιθανόν να το συνόδευε στο σχολείο. Βλέποντάς τον το παιδί έκπληκτο ρώτησε "Μαμά, εσένα το δέρμα σου είναι κουφέτο, αυτού γιατί είναι κάρβουνο;" Είναι άγριος!".
Το αγοράκι τρομαγμένο έτρεξε και έσφιξε την μητέρα του ώσπου χάθηκαν από τα μάτια του άνδρα. Εκείνος αναρωτήθηκε ¨Γιατί με φοβούνται; Ο πατέρας μου είναι Έλληνας και εγώ εδώ μεγάλωσα .Έχω ελληνικό όνομα, Μένιππος, γιατί με λένε άγριο;". Ένα φρενάρισμα αυτοκινήτου διέκοψε τη σκέψη του: "Ε πρόσεχε πού πας παλιό ταμ ταμ, εδώ είναι Ελλάδα δεν είναι η σαβάνα!" και έφυγε γρήγορα μακριά του. "Τι τρελά φώτα, σε ζευγάρια μέρα νύχτα σε καταδιώκουν ποτέ δεν θα βρεις την ησυχία σου από αυτόν τον μισητό ήχο της μηχανής" σκέφτηκε. Θυμήθηκε την αντίδραση του μικρού και αναρωτήθηκε τι είναι αυτό στην εμφάνισή του που κάνει τους άλλους να φεύγουν μακριά, σαν ιθαγενής Παρασκευάς που βγήκε από τα ματωμένα καζάνια της κόλασης. Έτσι τον έβλεπαν οι γύρω του! Έτσι άρχισε να πιστεύει και ο ίδιος για τον εαυτό του. Κατέβασε το καπέλο, σήκωσε το κασκόλ, τυλίχτηκε με το πανωφόρι και έβαλε τα γάντια του, τίποτε δεν τον προέδιδε τώρα. Άρχισε να απαγγέλλει από μέσα του..
Όταν φοβάμαι πιο πολύ πως θα πεθάνω,
και θα ’ναι ασύναχτο στο νου το γέννημά μου,
τόμους δεν θα ’χω στοιβαγμένους ως επάνω,
σιταποθήκες με την ώριμη σοδειά μου·


όταν σε νύχτα αστερωμένη ατενίζω
πελώρια σύμβολα τα νέφη στον αιθέρα,
και συλλογίζομαι, ποτέ δεν θα ’ρθει μέρα
με μάγο χέρι τις σκιές τους να ιστορήσω·


κι όταν αισθάνομαι πως πια δεν θα σε βλέπω,
ωραίο πλάσμα της στιγμής, σαν παραμύθι
τον έρωτά σου απερίσκεπτα να δρέπω


τότε, στου κόσμου τη μεγάλη παραλία,
σκέφτομαι μόνος, ώσπου χάνονται στα βύθη
και της αγάπης και της δόξας τα πρωτεία.


(John Keats- Όταν φοβάμαι..)
"Της αγάπης και της δόξας τα πρωτεία...Της αγάπης και της δόξας τα πρωτεία..." Αυτές οι λέξεις ηχούσαν στο κεφάλι του ως το χειρότερο βασανιστήριο. Η διαφορετικότητά του δεν γκρέμισε μόνο τα όνειρά του για το μέλλον αλλά και τις ελπίδες για την αντάμωσή του με τον έρωτα. Το φως απλώθηκε χλωμό σε όλη την πόλη. Ο άνδρας έφτασε στον προορισμό του, το καφενείο "Η μέντα". Έκατσε ήρεμος σε ένα τραπέζι. "Τι γίνεται Μένιππε; Είσαι καλά;", ήταν η φωνή του κυρ Σταμάτη του καφετζή. Τι χαρούμενη υπέροχη φωνή αν και ταλαιπωρημένη από τα χρόνια! Στα αυτιά του Μένιππου όμως ακουγόταν σαν ωδή χιλιάδων αηδονιών. "Καλά είμαι κυρ Σταμάτη μου, εσύ, η οικογένεια, τα παιδιά;". "'Όλοι καλά δόξα τω Θεό να λέμε Μένιππέ μου, τι να σου φέρω; Το γνωστό; Ό,τι λαχταρά η καρδιά σου!". "Μην ταλαιπωρείσαι, ένα καφεδάκι μόνο, σε λίγο φεύγω για δουλειά". Μπράβο Μένιππέ μου, προκομμένος, χαρά στην γυναίκα που θα σε πάρει... Πάω να σου φέρω τον καφέ σου". "Αυτός είσαι κυρ Σταμάτη μου!". Και γελάσανε δυνατά. Οι θαμώνες του καφενείου, λες και μια μυστήρια δύναμη πάγωσε τον χρόνο, κοιτάξανε άγρια μόνο τον Μένιππο, μετά από το βαθύ τους λήθαργο.Ο Μένιππος ρούφηξε γρήγορα τον καφέ του, άφησε τα χρήματα στο τραπέζι και ένα "μπορμπουάρ" στον κυρ Σταμάτη και έφυγε. Πριν φύγει όμως ψιθύρισε κάποιες λέξεις που έκαναν αυτούς που τον κοίταζαν άγρια να σκύψουν ένοχα τα κεφάλια και χαράχτηκαν σαν πυρωμένο σίδερο στις καρδιές τους "Κι όμως είμαι ένας από εσάς!"


Μυλωνά Δήμητρα
Μαθήτρια Β' Λυκείου

2 σχόλια: